ψαλιδιστός

ψαλιδιστός
-ή, -ό
επίρρ.
1. κομμένος ολόγυρα με ψαλίδι.
2. ο κομμένος σαν ψαλίδι: Ήρθαν τα χελιδόνια με τις ψαλιδιστές ουρές τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • ψαλιστός — ή, όν, Α [ψαλίζω] αυτός που έχει κοπεί με ψαλίδι, ψαλιδιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”